τρυγητήρ

τρυγητήρ
τρυγ-ητήρ, ῆρος, ,
A one who gathers ripe fruit, esp. grapes, Hes.Sc.293 [with [pron. full] metri gr.].
II = προτρυγητήρ, Colum.11.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρυγητήρ — one who gathers ripe fruit masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής 2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. τήρ* (πρβλ. τιμωρη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τρυγητῆρας — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγητήρων — τρυγητήρ one who gathers ripe fruit masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρυγητήρ — ῆρος, ὁ, Α αστρον. αστέρας προς τα δεξιά τού αστερισμού τής Παρθένου, που ανατέλλει λίγο πριν από τον τρυγητή, αλλ. τρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητήρ (< τρυγῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”